28/9/16

Επενδύσεις, ...ποιές επενδύσεις;

Παναγιώτης Μπαλακτάρης
Στη χώρα μας, από την αρχή της Μεταπολίτευσης και μετά, επικράτησε ένα ιδιάζον καθεστώς. Το πολιτικό προσωπικό καλούσε δημόσια, από τα προεκλογικά μπαλκόνια και στις επαφές με ηγέτες ξένων κρατών, επενδυτές, αλλά στην πραγματικότητα τους απωθούσε. Η στείρα άρνηση αποδοχής οποιουδήποτε ιδιώτη επενδυτή, Έλληνα ή ξένου, από τα συνδικάτα κάθε «παραγωγικής μονάδας» ήταν χαρακτηριστική. Στη σκέψη, ότι είναι δυνατόν ιδιώτης επενδυτής να προσεγγίσει τους «χώρους παραγωγής», οι συνδικαλιστές εξεγείροντο και καλούσαν σε απεργία, πριν καν αξιολογηθεί εάν η σκοπούμενη επένδυση θα ωφελούσε ή θα έβλαπτε την επιχείρηση. Οι λόγοι που προβάλλονταν ήταν μελετημένοι και επιτυχείς. «Αν αλλάξει το ιδιοκτησιακό καθεστώς θα μας απολύσουν», «δεν έχει (ο ιδιώτης) καμία δουλειά στον δικό μας χώρο παραγωγής» και άλλες αιτιάσεις, συσπείρωναν τους εργαζομένους, οι οποίοι – όπως όλοι μας – αρκούνταν στη «μασημένη τροφή» και δεν είχαν τον χρόνο, ούτε τη διάθεση, ίσως ούτε και τη δυνατότητα να αξιολογήσουν τί θα ήταν καλύτερο γι’ αυτούς. Οι λεγόμενοι «εργατοπατέρες» έμπαιναν μπροστά και, αφού ισχυρίζονταν ότι έχουν μελετήσει τις προοπτικές μιας επενδυτικής εξέλιξης, καλούσαν τους εργαζομένους να συστήσουν ένα «μέτωπο αγώνα» ενάντια στον «βιομηχανικό ιμπεριαλισμό»!

Μερίδιο ευθύνης σ’ αυτό ασφαλώς είχε και έχει το πολιτικό προσωπικό, το οποίο δεν γνωρίζει από διαπραγματεύσεις. Οι πολιτικοί, οποιασδήποτε απόχρωσης, δεν διέθεταν το θάρρος να αναλάβουν το πολιτικό κόστος, από πράξεις που πρωτίστως θα εξυπηρετούσαν το συμφέρον της πατρίδας μας. Αρχικά, άφηναν χώρο στους πρωτοστατούντες στα συνδικάτα να ερμηνεύουν κατά το δοκούν τη σημασία μιας επένδυσης και στη συνέχεια, διαπλέκονταν μαζί τους, αποκομίζοντας οφέλη ή μάλλον κέρδη, αμφότερες πλευρές. Συγχρόνως, η εγνωσμένη ανικανότητά τους να εξασφαλίζουν βιώσιμους – για τους εργαζομένους – όρους σε μια επένδυση έριχνε νερό στο μύλο των σκοπίμων αρνητών. Η τελική δε υποχώρηση των πολιτικών που είχαν εξαγγείλει την επένδυση, έπειθε και τον τελευταίο δύσπιστο εργαζόμενο, ότι το συνδικάτο είχε δίκαιο. Αυτό φόρτωνε με κύρος και αξιοπιστία τούς λεγόμενους «εργατοπατέρες» και προσέθετε στην ισχύ τους. Η επαναλαμβανόμενη αυτή διαδρομή που είχε το ίδιο τέλος, τη ματαίωση της επένδυσης, διόγκωσε τη δύναμη των συνδικάτων και αυτών που τα κατεύθυναν, με αποτέλεσμα να έχουν αποκτήσει λόγο και δυνατότητα παρέμβασης και στην κεντρική πολιτική σκηνή. Οι πρόεδροί τους είχαν γίνει αναγνωρίσιμοι, είχαν λόγο με βαρύτητα στο πολιτικό σκηνικό και πια επηρέαζαν τις ακολουθούμενες πολιτικές. Για να δυνηθούν οι πολιτικοί να τροποποιήσουν νόμους που αφορούσαν εθνικές μεταρρυθμίσεις έπρεπε πρώτα να πάρουν την άδεια των προέδρων των συνδικαλιστικών ενώσεων, διότι γνώριζαν πως έχουν επιρροή σε πολλούς εργαζομένους (που μεταφραζόταν σε πολλές ψήφους). Κι όλα αυτά, επειδή το πολιτικό προσωπικό λογάριαζε το πολιτικό κόστος περισσότερο από το καλό της χώρας.
Με τα χρόνια, οι ταγοί των συνδικαλιστών ενώσεων υπολογίζονταν τόσο από τους πολιτικούς, που γίνονταν πολιτικοί οι ίδιοι. Τα κοινοβουλευτικά κόμματα πλειοδοτούσαν σε προτάσεις σ’ αυτούς, βασιζόμενα τυφλά στην ψηφοθηρία. Τα παραδείγματα πάρα πολλά. Τόσα που περιττεύει η αναφορά τους.
Τα τελευταία χρόνια, αφού η εξομάλυνση των σχέσεων των πολιτικών με τους συνδικαλιστές πέρασε κυριολεκτικά μέσα από την υποκατάσταση των πρώτων από τους δεύτερους, η ισχύς των συνδικάτων μειώθηκε. Από τη μία τα Μνημόνια που αφαιρούν ύλη από το Εργατικό Δίκαιο και καθιστούν και τον συνδικαλισμό κάτι σχεδόν φολκλόρ, από την άλλη η ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού να διαβλέψει τις ανάγκες της Ελλάδας σε επενδύσεις, αφαίρεσε «αγωνιστική ύλη» από τα συνδικάτα.
Για τους ξένους επενδυτές, ωστόσο, ήταν ασύμφορο να προβούν σε οποιουδήποτε είδους συνεργασία με το ελληνικό κράτος, διότι ό,τι συμφωνούσαν με την κυβέρνηση ακυρωνόταν στο πεζοδρόμιο. Έτσι, οι επενδύσεις που πάντοτε περιμέναμε δεν ήρθαν ποτέ και η οικονομία και γι’ αυτό τον λόγο άρχισε να παραπαίει.
Ταφόπλακα στις επενδύσεις, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, τέθηκε με τους περιορισμούς κεφαλαίων, όπως αυτοί επιβλήθηκαν με την ασύγγνωστη ευθύνη της συγκυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΑΝ.ΕΛ. Το εξάμηνο μέχρι το τέλος Ιουνίου του 2015, πριν την επιβολή των capital controls, είχαν γίνει αναλήψεις από τις Τράπεζες ποσού περίπου 35 δισεκατομμυρίων ευρώ, οι οποίες συνεχίστηκαν και μετά, παρά την επιβληθείσα αντικειμενική δυσκολία.
Ένας ιδιώτης επενδυτής, ημεδαπός ή αλλοδαπός, προτού διανοηθεί να επενδύσει μέρος του ενεργητικού του στην Ελλάδα, θα ρωτήσει εάν οι Έλληνες/-ίδες έχουν τα λεφτά τους στις Τράπεζες. Θα θελήσει, δηλαδή, να μάθει εάν εμείς εμπιστευόμαστε τις Τράπεζές μας, διότι αυτό θα είναι οδηγός για των σώφρονα επενδυτή. Η απάντηση, σήμερα, είναι ότι εμείς δεν εμπιστευόμαστε τις Τράπεζές μας, διότι δεν μας πείθει πλέον το κράτος μας. Οι εξαγγελίες δε συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης περί προσέλκυσης επενδύσεων κακώς στοχεύουν στο εξωτερικό. Πρώτα πρέπει να πείσουν εμάς να εμπιστευτούμε τις κινήσεις τους κι έπειτα τους άλλους. Και κάπως έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι οι επενδύσεις περνούν από την εμπιστοσύνη των πολιτών στο σύστημά τους. Το τελευταίο χρειάζεται αντικατάσταση. Αυτό πρέπει να είναι αρχή, όχι το τέλος.

Σημείωση: ό,τι αναφέραμε, αφορά οριζόντια όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς, αλλά όχι όλους τους συνδικαλιστές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.